- πανακηδής
- πανακηδής, -ές (Α)αυτός που δεν έχει καμιά φροντίδα, τελείως αμέριμνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀκηδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανακηδέος — πανακηδής free from all care masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek